- Κίεβο
- (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και προϊόντων ξυλείας, το Κ. γνώρισε μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες, με σημαντικότερες τις βιομηχανίες μηχανημάτων, χημικών, επεξεργασίας τροφίμων κ.ά.
Το Κ. αποτελεί επίσης το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της Oυκρανίας, με μακρόχρονη θεατρική παράδοση. Διαθέτει πανεπιστήμιο (από το 1834) και πολυάριθμα επιστημονικά ιδρύματα, μουσεία, βιβλιοθήκες, ακαδημίες και θέατρα. Είναι σπουδαίος σιδηροδρομικός (γραμμές για Mόσχα, Αγία Πετρούπολη, Oδησσό, Pοστόφ και Bαρσοβία) και αεροπορικός κόμβος (δύο αερολιμένες) και σημαντικό ποτάμιο λιμάνι. Ο καθεδρικός ναός της Aγίας Σοφίας (1037) με πέντε νάρθηκες και πολλούς τρούλους, με πολύτιμες τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, ο ναός του Aγίου Mιχαήλ (1070-88) και της Kοίμησης της Θεοτόκου (1073-88), το μοναστήρι και ο ναός του Aγίου Kυρίλλου (12ος αι.), οι ναοί του Αγίου Γεωργίου και της Aγίας Θεοδοσίας (17ος αι.), του Aγίου Aνδρέα (1747-53), έργο του Ιταλού Ραστρέλι, έγιναν αφορμή να ονομαστεί δικαιολογημένα το Κ. αγία πόλη. Αντίστοιχα, το πρώην τσαρικό ανάκτορο (1752-55), επίσης έργο του Pαστρέλι, τα νεοκλασικά κτίρια του Bιντσέντσο και του Aντρέα Mπερέτι, ο καθεδρικός ναός του Aγίου Bλαδιμήρου (1852-1896), ο οίκος Γκοροντέτσκ (1902) αποτελούν τις κυριότερες μαρτυρίες των ιστορικο-καλλιτεχνικών φάσεων της πόλης.
Ιστορία. Η περιοχή ήταν κατοικημένη από τους Σκύθες πριν από τον 7ο αι. π.X., αλλά η πόλη ιδρύθηκε τον 8o αι. μ.Χ., πιθανώς από σλαβικές φυλές. Αναπτύχθηκε γρήγορα ως εμπορικό κέντρο χάρη στην ευνοϊκή της θέση, κοντά σε έναν πλωτό ποταμό και στη συμβολή σημαντικών φυσικών αρτηριών του εμπορίου από τη Μαύρη θάλασσα, τη Βαλτική, τις παραδουνάβιες περιοχές και από το εσωτερικό της σαρματικής περιοχής. Το Κ. υπήρξε πρωτεύουσα ηγεμονίας έως τον 13o αι., ενώ τον 14ο αι. υποτάχθηκε από τους μεγάλους δούκες της Λιθουανίας μαζί με τα ουκρανικά και λευκορωσικά εδάφη. Το 1569, η πόλη προσαρτήθηκε από την Πολωνία και δέχτηκε τη δυτική επιρροή. Η ουκρανική και ορθόδοξη εξέγερση στα μέσα του 17ου αι. τερμάτισε την κυριαρχία της Πολωνίας και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Το 1686, το Κ. περιήλθε στο σκήπτρο των τσάρων και η πολιτική του Μεγάλου Πέτρου, που επεδίωκε να αποκτήσει μια διέξοδο στον Εύξεινο Πόντο, μετέτρεψε το Κ. σε σπουδαίο συγκοινωνιακό κόμβο, πρωτεύουσα επαρχίας και έδρα του κυβερνείου.
Η μεγάλη, όμως, οικονομική και συνεπώς πολεοδομική και δημογραφική ανάπτυξη του Κ. παρουσιάστηκε κυρίως τον 19ο αι., οπότε συνδέθηκε σιδηροδρομικά με τη Μόσχα και το Χάρκοβο και έγινε αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο, ιδιαίτερα στους τομείς της μεταλλομηχανουργίας, της υφαντουργίας και της βιομηχανίας χημικών προϊόντων και τροφίμων. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, το Κ. αποτέλεσε την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Ουκρανίας, αλλά παραχώρησε τη θέση αυτή στο Χάρκοβο από το 1920 έως το 1934. Η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-43), οπότε σκοτώθηκαν περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της. Ανοικοδομήθηκε κατά μεγάλο μέρος αμέσως μετά τον πόλεμο. Το 1964 κατασκευάστηκε στον Δνείπερο, κοντά στο Κ., ένα από τα μακρύτερα (40 χλμ.) φράγματα στον κόσμο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης τεχνητής λίμνης (λίμνη του Κ.) για την άρδευση της περιοχής και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τον Αύγουστο του 1991 η Ουκρανία αποτέλεσε ανεξάρτητο κράτος και το Κ. ορίστηκε πρωτεύουσά του.
Ηγεμονία του Κ. Το πρώτο κράτος που συνένωσε τα σλαβικά φύλα της ανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με την υπόθεση ορισμένων μελετητών της ρωσικής ιστορίας, τον 8o και τον 9o αι. είχαν ιδρυθεί κάποια οχυρά κατά μήκος των ποτάμιων εμπορικών οδών, οι οποίοι συνδέουν τον Φινικό κόλπο με τη Μαύρη θάλασσα. Στα μεγαλύτερα από τα λιμάνια αυτά (Κ., Τσερνιγκόφ, Σμολένσκ, Ροστόφ, Νόβγκοροντ κ.ά.) είχαν επιπλέον συγκροτηθεί στρατιωτικές κοινότητες (ντρουζίνα) για την υπεράσπιση αυτών των οχυρών από ενδεχόμενες εχθρικές επιθέσεις. Είναι πολύ πιθανό οι επικεφαλής αυτών των στρατιωτικών κοινοτήτων να ήταν Βάραγκοι, που σύχναζαν σε αυτές τις περιοχές για εμπορικούς λόγους. Έτσι δημιουργήθηκαν κάποια αναρχούμενα κρατίδια, για την ειρήνευση των οποίων –σύμφωνα με την παράδοση– είχε κληθεί ο Ρούρικ. Ο Ρούρικ (862-883), ηγεμόνας του Νόβγκοροντ, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ιδρυτής της ηγεμονίας του Κ., μολονότι το κράτος του ήταν πολύ εκτεταμένο. Ο πρώτος ηγεμόνας του Κ. υπήρξε ο Όλεγκ (883-912), ο οποίος συνένωσε τα σλαβικά φύλα, μετέφερε την πρωτεύουσα στο Κ., έδιωξε από εκεί τους άτακτους Βαράγκους και κατόρθωσε να προστατεύσει το νέο κράτος από τις επιθέσεις των Πολωνών (από τη Δύση) και από τα ασιατικά νομαδικά φύλα (Πετσενέγους) από την Ανατολή. Ο διάδοχός του, Ιγκόρ (913-945), έστρεψε τα όπλα εναντίον του Βυζαντίου, με σκοπό να ανοίξει μια διέξοδο για το κράτος του στο Αιγαίο (πολιτική την οποία οι τσάροι μιμήθηκαν αργότερα). Η Όλγα, χήρα του Ιγκόρ (945-957), βαπτίστηκε χριστιανή, αλλά δεν κατόρθωσε να προσηλυτίσει τον λαό της στη νέα θρησκεία, παρότι προσκάλεσε τον αρχιεπίσκοπο της Μαγεντίας στο Κ. Το έργο αυτό επιτέλεσε αργότερα ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος ο Μέγας (980-1015), ο οποίος κατόρθωσε να επιβάλει τον χριστιανισμό στους υπηκόους του, μετά τον γάμο του με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα. Επειδή είχε ήδη επέλθει το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, η ηγεμονία του Κ. πέρασε στη δικαιοδοσία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο μεταξύ, το κράτος είχε φτάσει από την εποχή του Σβιατοσλάβου (964-971) στη μεγαλύτερη εδαφική του επέκταση. Περιλάμβανε τεράστιες εκτάσεις, με σύνορα τον Φινικό κόλπο και τη λίμνη Λαντόγκα στα Β και τους ποταμούς Βόλγα και Δούναβη στα Ν. Ο Γιαροσλάβος ο Σοφός (1019-54), ωστόσο, έδωσε πρώτος τη μεγάλη ώθηση στην εσωτερική οργάνωση του κράτους, το οποίο απέκτησε και γραπτούς νόμους (Ρούσκαγια Πράβδα), και εξωράισε το Κ. με περίλαμπρα κτίρια. Ο τελευταίος μεγάλος ηγεμόνας του Κ. υπήρξε ο Βλαδίμηρος Β’ ο Μονομάχος (1113-25), επί της εποχής του οποίου γεννήθηκε η ρωσική λογοτεχνία. Λίγο αργότερα (1169), η ηγεμονία του Κ. κατέρρευσε από τα πλήγματα του Αντρέι Μπογκολιούμπσκι, ο οποίος κατέστρεψε την πόλη. Το κράτος διαιρέθηκε σε μικρότερες ηγεμονίες και το Κ., αφού καταστράφηκε το 1204 και πυρπολήθηκε το 1237 από τους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής, περιορίστηκε στις διαστάσεις πολίχνης.
Τα τσαρικά ανάκτορα που έχτισε η Αικατερίνη Β’ στο Κίεβο.
Μια χιονισμένη άποψη των ιστορικών μνημείων του Κιέβου (φωτ. ΑΠΕ).
Το Κίεβο ονομάζεται και «αγία πόλη» εξαιτίας των πολυάριθμων ναών του(φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη μιας πλατείας της πόλης του Κίεβου.
Dictionary of Greek. 2013.